συναπτήριος

συναπτήριος
-ον, Μ
1. αυτός που συνάπτει, συνδετικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναπτήριον
καθετί που συνάπτει, που συνδέει («σταυρὸς οὐρανοῡ καὶ γῆς συναπτήριον», Στουδ. Θεόδ.)
3. φρ. «συναπτήριος εὐλογία» — η ευλογία τού γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάπτω + επίθημα -τήριος (πρβλ. καμπ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνάπτης — ου, ὁ, Μ [συνάπτω] συναπτήριος* …   Dictionary of Greek

  • συναπτήριον — τὸ, Μ βλ. συναπτήριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”